- τσάτρα-πάτρα
- επίρρ. так себе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσάτρα πάτρα — Ν επίρρ. (κυρίως σχετικά με ξένη γλώσσα ή με συνεννόηση) έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά («τά κατάφερε τσάτρα πάτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catra patra < μσν. σάταλα πάταλα] … Dictionary of Greek
τσάτρα πάτρα — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., με ατέλειες, κουτσά στραβά, άκρες μέσες: Μιλάει τα γαλλικά τσάτρα πάτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)